- ξεφουντώνω
- ξεφούντωσα, ξεφουντωμένος1. για φυτά, βγάζω κλαδιά, φύλλα, λουλούδια, μεγαλώνω γρήγορα: Ξεφούντωσαν οι τριανταφυλλιές.2. για ανθρώπους, οργίζομαι, θυμώνω απότομα, βρίσκομαι σε ψυχική ταραχή: Ξεφούντωσε, χωρίς κανείς να του πει τίποτα.3. για εξάνθημα, εκδηλώνομαι έντονα: Σε δυο μέρες ξεφούντωσε η ιλαρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.